- αρχοντόσπιτο
- τοσπίτι προύχοντα, πλούσιου, οικογένεια αριστοκρατική ή πλούσια: Η νύφη είναι από αρχοντόσπιτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρχοντόσπιτο — το το αρχοντικό, το πλουσιόσπιτο … Dictionary of Greek
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Μετσόβου — Το Λ.Μ.Μ. λειτουργεί από το 1955 και ανήκει στο κοινωφελές ίδρυμα Βαρόνου Μιχαήλ Τοσίτσα. Στεγάζεται στο ανοικοδομημένο αρχοντικό της οικογένειας Τοσίτσα και αντικατοπτρίζει με τον καλύτερο τρόπο το πώς ζούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες των… … Dictionary of Greek